- γυαλάδικο
- τό1) магазин стеклянных изделий; 2) стекольный завод
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυαλάδικο — το [γυαλί] 1. εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου κατασκευάζονται γυάλινα αντικείμενα 2. κατάστημα όπου πωλούνται γυαλικά … Dictionary of Greek
γυαλάδικο — το κατάστημα που πουλάει γυάλινα είδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυαλάς — ο [γυαλί] 1. εργάτης σε γυαλάδικο ή τεχνίτης κατασκευής και επεξεργασίας γυάλινων αντικειμένων 2. πωλητής γυαλικών … Dictionary of Greek
υαλοπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης γυάλινων σκευών, γυαλάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υαλοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὑαλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
υαλοπωλείο — το κατάστημα που πουλάει γυάλινα αντικείμενα, γυαλάδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)